- ἀγοράζων
- ἀγοράζωfrequent thepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
ψυχέμπορος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἔμπορος] … Dictionary of Greek